καταμέσοθεν

καταμέσοθεν
καταμέσοθεν (Α)
επίρρ. στο μέσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μεσό-θεν «από το μέσον», με αναβιβασμό τού τόνου λόγω τής συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”